περιγλύφω

περιγλύφω
μετ. украшать резьбой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "περιγλύφω" в других словарях:

  • περιγλύφω — ΝΜΑ διακοσμώ κυκλικά με ανάγλυφα μσν. αρχ. αφαιρώ τον φλοιό κυκλικά, ξεφλουδίζω ολόγυρα αρχ. 1. κάνω κάτι κοίλο 2. κόβω κάτι από κάπου, αποκόπτω 3. παθ. περιγλύφομαι διακοσμούμαι, καλλωπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περίγλυφος — η, ο / περίγλυφος, ον, ΝΑ [περιγλύφω] νεοελλ. αυτός που είναι διακοσμημένος ολόγυρα με γλυπτές παραστάσεις αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίγλυφον σχήμα ή μορφή γλυπτή κυκλικά, γύρω γύρω («φοίνικες καὶ περίγλυφα ἐγκύπτοντα τῷ ἐσωτέρῳ καὶ τῷ ἐξωτέρῳ»,… …   Dictionary of Greek

  • περίγλυψις — εως, ἡ, Α [περιγλύφω]·1. η κοπή γύρω γύρω 2. εκτομή, αποκοπή …   Dictionary of Greek

  • περιγλυφή — ἡ, ΜΑ [περιγλύφω] αποφλοίωση, απολέπιση, ξεφλούδισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»